Είναι μάταιο να αναζητά κανείς έναν ακίνητο, κλειστό ορισμό του “λαϊκού ποδοσφαίρου”. Χτίζεται βήμα βήμα, μέσα από μια πληθώρα εμπειριών που προτείνουν εναλλακτικές απέναντι στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Ανάμεσα στην αντίσταση και τον κοινωνικό μετασχηματισμό, διαφαίνεται η δυνατότητα ενός άλλου ποδοσφαίρου: απελευθερωμένου από το χρήμα, το εμπόρευμα, τον ατομικισμό και την ιδιωτική ιδιοκτησία. Talkin’ about a revolution.
Όσον αφορά το ποδόσφαιρο, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι κανείς δεν προσπάθησε να το αλλάξει. Η κοινωνική ιστορία της στρογγυλής μπάλας γνώρισε ουτοπιστές που διεκδίκησαν να “επιστρέψει το ποδόσφαιρο στους ποδοσφαιριστές”. Πολύ πριν το σύνθημα υιοθετηθεί οπορτουνιστικά από τον Πλατινί στην προεκλογική του εκστρατεία για την προεδρία της UEFA το 2007, είχε αναρτηθεί στο μπαλκόνι της γαλλικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας (FFF), που είχε καταληφθεί τον Μάη του ’68 από μια χούφτα εξεγερμένων ποδοσφαιριστών. Συγκεντρωμένοι γύρω από τη συντακτική ομάδα της αριστερής εφημερίδας Le Miroir du Football, οι διαδηλωτές ήθελαν ήδη να τελειώνουν με τον αυταρχισμό των παραγόντων, που τότε συμβολιζόταν από το καθεστώς του “ισόβιου συμβολαίου”, το οποίο καταργήθηκε το 1969.
Αργότερα, αυτό το πνεύμα συνεχίστηκε μέσα από το Mouvement Football Progrès και το εργαστήριό του, το Stade Lamballais, που προωθούσαν την αυτοδιαχείριση και το 4-2-4. Από αυτή τη σημαίνουσα πειραματική εμπειρία της δεκαετίας του ’70, η φιλοδοξία της επανοικειοποίησης του ποδοσφαίρου παραμένει ζωντανή απέναντι στη σημερινή επιθετική του μορφή – το αποκορύφωμα της φιλελεύθερης μετάλλαξης που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’90. Τα μόνα όρια που θα συναντήσει η επίθεση του football business – προωθούμενη από τη FIFA και την UEFA – θα είναι εκείνα που θα της θέσουν οι παθιασμένοι φίλαθλοι. Από τις κερκίδες μέχρι τους εναλλακτικούς συλλόγους, η αντίσταση παίρνει πολλές μορφές. Η διεκδίκηση ενός “λαϊκού ποδοσφαίρου” ίσως δεν είχε ποτέ μεγαλύτερη σημασία.
Από την αηδία στο αντάρτικο
Παράγοντες αποκομμένοι από την κοινωνική πραγματικότητα και επενδυτικά κεφάλαια χωρίς κανέναν συναισθηματικό δεσμό με τους συλλόγους δεν κάνουν παρά να ενισχύουν ένα ήδη έντονο αίσθημα απαλλοτρίωσης στους φιλάθλους, που υποβιβάζονται στον ρόλο απλών πελατών. Είναι αδύνατο να αγνοήσει κανείς το επίπεδο αηδίας που προκαλεί αυτό που ονομάζουμε σύγχρονο ποδόσφαιρο και η θριαμβεύουσα αστική τάξη που το διοικεί. Εκεί ακριβώς βρίσκεται ένα από τα χωνευτήρια του ποδοσφαίρου “του λαού και από τον λαό”. Η εκτίναξη των τιμών των εισιτηρίων, τα ωράρια που επιβάλλουν οι τηλεοπτικοί πάροχοι, οι εξουθενωτικές συλλογικές τιμωρίες, οι τοξικοί ιδιοκτήτες, τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα, ώθησαν πολλούς να αναζητήσουν έναν εναλλακτικό δρόμο.
Το Centro Storico Lebowski περιέγραφε έτσι τους λόγους της ίδρυσής του: “Είχαμε κουραστεί από πρωταθλήματα χωρίς εκπλήξεις, από βαθμολογίες σχεδιασμένες από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και τις αυλικές ίντριγκες, από αγώνες κάθε τρεις μέρες, όλο και πιο φρενήρεις και όλο και λιγότερο θεαματικούς, από ένα ποδόσφαιρο χωρίς αναμονή και χωρίς παύση, που δεν μπορεί πια να περιμένει μέχρι την Κυριακή, από την υποταγή στους νόμους της αγοράς που μετατρέπει το παιχνίδι σε εμπόρευμα, από την παρέμβαση του κράτους με ειδικά διατάγματα για την προστασία του business.”
Πριν ιδρύσουν τη FC United of Manchester, οι φίλαθλοι της Manchester United είχαν ηγηθεί πολλών κινητοποιήσεων ενάντια στην αύξηση των τιμών στο Old Trafford ή στην υποχρέωση παρακολούθησης των αγώνων καθιστοί. Η εξαγορά του συλλόγου από την πάμπλουτη οικογένεια Glazer ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η δημιουργία ενός «protest club» φάνηκε ως η φυσική συνέχεια. Στον 21ο αιώνα, όλο και περισσότεροι φίλαθλοι στρέφονται σε αυτή την επιλογή. Η ίδρυση του δικού τους συλλόγου είναι ένας τρόπος να ξεφύγουν από το σύγχρονο ποδόσφαιρο για να το πολεμήσουν καλύτερα. Αυτοί οι νέοι σύλλογοι μετατρέπονται σε αντάρτικα καταφύγια, σε νησίδες αντίστασης.
Οι σύλλογοι ως κοινά αγαθά
Αρκεί να κοιτάξει κανείς πέρα από τη Γαλλία για να κατανοήσει το μέγεθος του φαινομένου. Είτε μιλάμε για λαϊκή μετοχική συμμετοχή στην Ισπανία, για fan-owned clubs στην Αγγλία, για calcio popolare στην Ιταλία, για αυτοδιαχειριζόμενους συλλόγους στην Ελλάδα ή για εναλλακτικό ποδόσφαιρο στην Ινδονησία, όλοι καλλιεργούν την ιδέα ότι οι σύλλογοι πρέπει να είναι κοινά αγαθά και κοινοί χώροι, με την έννοια που δίνει η Σίλβια Φεντερίτσι: μορφές συλλογικής οργάνωσης έξω από τις εμπορευματικές λογικές. Το σύνθημα “Our club, our rules” (“Ο σύλλογός μας, οι κανόνες μας”) της FC United of Manchester αποτυπώνει αυτή την πραγματικότητα.
Η αρχή “ένα μέλος = μία ψήφος”, η οικονομική διαφάνεια και η κοινωνική δέσμευση αποτελούν τους δείκτες αυτού του άλλου ποδοσφαίρου – φεμινιστικού και αντιφασιστικού – που αναπτύσσεται κυρίως στον ερασιτεχνικό χώρο. Η CFC Clapton στην Αγγλία, η CS Lebowski στην Ιταλία, η UC Ceares στην Ισπανία, η FC Rainfall στην Ινδονησία, η NK Zagreb 041 στην Κροατία, ο Αστέρας Εξαρχείων στην Ελλάδα ή η PAC Omonia 29M στην Κύπρο είναι μερικά εμβληματικά παραδείγματα αυτού του εργαστηρίου ενός χειραφετημένου ποδοσφαίρου, που προς το παρόν προσκρούει στο γυάλινο ταβάνι του επαγγελματισμού.
Συχνά, αυτά τα συλλογικά εγχειρήματα δεν περιορίζουν τη δράση τους στον αθλητισμό. Βαθιά ριζωμένα τοπικά και κοινωνικά δεσμευμένα, λειτουργούν ως ενεργοί φορείς της ζωής της γειτονιάς ή της πόλης: στήριξη κοινωνικών αγώνων και απεργιακών ταμείων, συλλογές για τις τράπεζες τροφίμων, δράσεις πρόληψης απέναντι στον εθισμό στον στοιχηματισμό. Για αυτούς τους συλλόγους, το ποδόσφαιρο είναι και εργαλείο αλληλεγγύης: δωρεάν ακαδημίες για τη νεολαία που ζει στην επισφάλεια, αλλά και προγράμματα φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών χωρίς χαρτιά.
Όλη η εξουσία στους «socios»!
Για τον Μπιλ Σάνκλι, ένας σύλλογος στηριζόταν σε μια “ιερή τριάδα”: τους παίκτες, τον προπονητή και τους φιλάθλους. Και πρόσθετε: “Οι πρόεδροι δεν έχουν θέση εδώ· είναι απλώς για να υπογράφουν τις επιταγές”. Οι χρυσές σελίδες του ποδοσφαίρου γράφτηκαν από παιδιά του προλεταριάτου – των εργοστασίων, των ορυχείων, των χωραφιών, των φτωχοποιημένων συνοικιών. Το ποδόσφαιρο διαπερνάται διαχρονικά από αυτόν τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Δεν θα πάψουμε επίσης να επικαλούμαστε τον Τζοκ Στάιν, τον μυθικό προπονητή της Σέλτικ, και τη ρήση του: “Football without fans is nothing” – χωρίς φιλάθλους, το ποδόσφαιρο δεν είναι τίποτα.
Αν και η σφοδρή κριτική του σύγχρονου ποδοσφαίρου κερδίζει έδαφος, η αμφισβήτηση της ιδιωτικοποίησης των συλλόγων παραμένει σχεδόν ανύπαρκτη. Σε πολλές περιοχές του κόσμου, η ιδέα της επαναπόκτησης των συλλόγων από τους οπαδούς δεν εξετάζεται καν. Πρόκειται για το σύνδρομο ενός ποδοσφαίρου δομημένου πάνω σε μια αυστηρή κατανομή ρόλων: οι παίκτες παίζουν, οι φίλαθλοι υποστηρίζουν και οι παράγοντες διοικούν. Ακόμη και το ψευδοσυμμετοχικό καθεστώς των socios στις ισπανόφωνες χώρες δεν εμπόδισε ποτέ ισχυρούς τοπικούς παράγοντες να διαχειρίζονται τους συλλόγους ως καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ως “πολυεθνικές της ψυχαγωγίας”.
Η ανατροπή αυτής της κατάστασης είναι ένα από τα μεγάλα διακυβεύματα των επόμενων ετών. Να μιλάμε για λαϊκό ποδόσφαιρο σημαίνει να οργανωνόμαστε εδώ και τώρα για να επανοικειοποιηθούμε το παιχνίδι “από τα κάτω”, να περάσουμε από την απλή χρήση στην άμεση και συλλογική διαχείριση των συλλόγων μας. Όχι για να “διαχειριστούμε καλύτερα”, αλλά για να αποκαταστήσουμε μια αδικία. Αυτό το κομμουνιστικό ιδανικό δεν μπορεί να ανθίσει παρά μόνο πάνω στα ερείπια του σύγχρονου ποδοσφαίρου και της καπιταλιστικής κοινωνίας που το γέννησε και το τρέφει καθημερινά.

Leave a Reply